Skip to main content
Συνεντεύξεις

Συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα» και την Ελένη Ευαγγελοδήμου

By 2 Δεκεμβρίου 2023No Comments

Συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα» και την Ελένη Ευαγγελοδήμου

Τους τελευταίους πέντε μήνες είχε συνηθίσει τα δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, αισθανόμενος πάντως μεγαλύτερο το βάρος του ενός. Η σκέψη, ο χρόνος και ο κόπος του κατευθύνονταν πρωτίστως στην κυβερνητική βιτρίνα, όπου βρέθηκε στα 35 χρόνια του ως πορτ παρόλ μετά τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου, και δευτερευόντως στη νεοδημοκρατική έδρα, στην οποία βρέθηκε στα 33 του ως επικεφαλής για δύο χρόνια παρά έναν μήνα (Δεκέμβριος του 2021), κρατώντας το γαλάζιο τιμόνι προς τις βουλευτικές και τις αυτοδιοικητικές αναμετρήσεις. Η συνάντηση με τον Παύλο Μαρινάκη έγινε μία εβδομάδα αφότου ο διπλός ρόλος του έγινε μονός. Εχοντας παραδώσει στη νέα γραμματέα της ΝΔ Μαρία Συρεγγέλα το γραφείο του δεύτερου ορόφου στο γαλάζιο κτίριο του Μοσχάτου, η καθημερινότητα του κυβερνητικού εκπροσώπου δεν περιλαμβάνει πια το μέχρι πρότινος σταθερό δρομολόγιο Ηρώδου Αττικού 19 – Πειραιώς 62. Τώρα έχει περισσότερο… Παγκράτι, την ευρύτερη περιοχή δηλαδή, καθώς πέραν της 10λεπτης με τα πόδια διαδρομής από το σπίτι στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου καθημερινά… σερβίρεται ο «πρωινός καφές» – «η πιο δύσκολη αλλά και γρήγορη σύσκεψη συντονισμού και προγραμματισμού στην εκκίνηση της ημέρας» –, πρόκειται για τη γειτονιά στην οποία κάνει συναντήσεις, βλέπει φίλους, ζει εδώ και σχεδόν 14 χρόνια. Από τότε δηλαδή που ο πατρινός δικηγόρος ήρθε στην Αθήνα για άσκηση ως απόφοιτος της Νομικής Σχολής Κομοτηνής, όπου γνώρισε την επίσης δικηγόρο σύζυγό του, μητέρα του παιδιού τους.

 

Σε κουβέντες εκτός της σφαίρας της πολιτικής δύσκολα ανοίγεται, παραδέχεται όμως ότι έχει αλλάξει στο ζήτημα της έκθεσης. «Προσαρμόζομαι», λέει, «στις επιταγές» της πολιτικής σκηνής. «Δεν γίνεται να είσαι ακοινώνητος ή απρόσιτος, πρέπει ο πολίτης να σε καταλάβει, να δει με ποιον έχει να κάνει, ποιον θα εμπιστευθεί με την ψήφο του αύριο – μεθαύριο. Αλλά εδώ υπάρχουν δύο άκρα και καλό είναι να βρίσκει κανείς τη μέση». Μιλά συγκεκριμένα για το ένα άκρο του «ξύλινου λόγου» της πολιτικής και το άλλο της «κουραστικής υπερέκθεσης» που τη θεωρεί ανούσια. «Ναι, να προβάλλουμε στους πολίτες την άλλη πλευρά μας, ότι είμαστε “κανονικοί” και δεν είμαστε ρομπότ, κυρίως ότι τις πολιτικές τις εφαρμόζουν άνθρωποι. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ο κόσμος δεν αντέχει για πολύ τους “μαϊντανούς”». Σε μια αποστροφή του μάλιστα διαφαίνεται η επιθυμία του να γνωρίζει ο κόσμος ότι ο ίδιος έχει περάσει πολλά από τα καθημερινά προβλήματα – σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, στο σχολείο, στην επαγγελματική ζωή: «Δεν είμαι ανεπάγγελτος επαγγελματίας πολιτικός. Δεν είμαι ούτε ουρανοκατέβατος ούτε φυτευτός».

 

Εντάσσει σε εκείνους που θεωρεί ότι ξέφυγαν επικοινωνιακά έναν συνομήλικό του. Τον Στέφανο Κασσελάκη. «Να σ’ το πω αλλιώς, όλος ο κόσμος δεν έχει την όρεξή μας, άρα η υπερέκθεση δεν ωφελεί ακόμα κι όταν υπάρχει περιεχόμενο, που περιεχόμενο δεν έχουμε δει καν ακόμα», λέει για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χαρακτηρίζοντάς τον «εκ πρώτης όψεως συμπαθή άνθρωπο και σύγχρονο». Ισως η υπερπροβολή του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εκτιμά, να του έδωσε «μπουστάρισμα» πολύ γρήγορα – «μπορεί να ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που εξελέγη πρόεδρος του κόμματος κόντρα στα προγνωστικά» – και να θεώρησε ότι αυτό είναι πανάκεια. «Είναι προτιμότερο να προηγούνται το έργο και οι θέσεις μας και μετά όλα τα υπόλοιπα. Καμιά φορά νομίζουμε ότι το να είμαστε “ο θείος που κάθεται με τη νεολαία” είναι κουλ και αρκετό. Δηλαδή δεν είναι άνθρωπος με συνήθειες ο Κυριάκος Μητσοτάκης τώρα που είναι Πρωθυπουργός; Επαψε να γυμνάζεται, να είναι ποδηλάτης, να παίζει μπάσκετ, να είναι περιβαλλοντικά ευαίσθητος; Οχι. Αλλά ένας πολιτικός – ο αρχηγός, ο υπουργός, ο εκπρόσωπος – ας τα προβάλλει αυτά κυρίως για να ανοίξει μια συζήτηση που θα ενδιαφέρει, για να παροτρύνει, να διατυπώσει μια πρόταση, να δώσει μια λύση». Και έτσι, με ένα καθαρό «καρφί» προς τη συριζαϊκή ηγεσία, σχολιάζει ότι «το δύσκολο δεν είναι να σε ψάχνουν για να δείξουν τις συνήθειές σου» αλλά μαζί με αυτό «να έχεις να πεις και κάτι».

 

Πάνω σε αυτό, στην αντιπαράθεση προτάσεων δηλαδή, οι αιχμές του δεν αφήνουν εκτός κάδρου ούτε τον Νίκο Ανδρουλάκη. «Δεν έχουμε δει εποικοδομητική αντιπολίτευση. Λέμε, ας πούμε, για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και κάνουν αυτομάτως πολεμική. Δεν μπορεί ένα ολόκληρο νομοσχέδιο να είναι για πέταμα, και αν είναι, ας απαντήσει ο καθένας με προτάσεις ρεαλιστικά, όχι με προτάσεις για… “παγκόσμια ειρήνη”. Αυτή την αντιπολίτευση θέλουμε; Εκείνον που κάνει το μαύρο άσπρο;». Εκθέσεις ιδεών χρεώνει συνεπώς στην αντιπολίτευση – «μια πρότασή του για την παιδεία μού θυμίζει ψήφισμα της Νεολαίας του ΠΑΣΟΚ στα φοιτητικά χρόνια μου». Στη μεγάλη εικόνα, όπως πιστεύει, η Χαρ. Τρικούπη ακολουθεί «σε γενικές γραμμές τη μηδενιστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ», ενώ φαίνεται δημοσκοπικά ότι «έχει μια ευκαιρία να χτίσει τον δικό του αντιπολιτευτικό λόγο». Πάντως, διαχωρίζει το προσώρας δημοσκοπικά δεύτερο κόμμα από την αξιωματική αντιπολίτευση σε επίπεδο ύφους και ρητορικής. «Προφανώς και ευτυχώς δεν έχει τα στοιχεία του ακραίου λαϊκισμού, αυτά τα τοξικά χαρακτηριστικά».

 

Μοιραία η κουβέντα φτάνει στο κλισέ της περιόδου: στο παιχνίδι χωρίς αντίπαλο για τη ΝΔ. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος και πιο απλοϊκή, επιφανειακή ανάλυση να πιστέψει κανείς ότι αυτό μπορεί να κάνει καλό σε κάποιον. Δεν κάνει ούτε στην αντιπολίτευση ούτε στην κυβέρνηση και όσοι το πιστεύουν οδηγούνται σε μεγάλο κίνδυνο εφησυχασμού». Και η αλαζονεία; Γιατί τόσες, συνεχόμενες προειδοποιήσεις από τον Πρωθυπουργό προς υπερφίαλους και υπερόπτες; «Τα επισημαίνει ο Μητσοτάκης γιατί αντιλαμβάνεται έναν κίνδυνο εφησυχασμού ή καθυστερήσεων από την έλλειψη σοβαρής και αξιόπιστης εναλλακτικής. Δεν είναι ο κανόνας η αλαζονεία, δεν ήταν ούτε καν το βράδυ της τεράστιας εκλογικής νίκης, γιατί παρά το κλίμα ευφορίας στη ΝΔ όλοι ξέραμε ότι τα προβλήματα ήταν μπροστά στην πόρτα μας την επόμενη ημέρα». Ο ίδιος βλέπει κυρίως ατομικά λάθη και λανθασμένες διατυπώσεις, ιδίως σε περιπτώσεις σφοδρής κόντρας με την αντιπολίτευση. Παραδέχεται κοινώς ότι έχουν υπάρξει φάουλ – δεν θα μπορούσε βεβαίως να κάνει και αλλιώς, αφού ως εκπρόσωπος έχει κληθεί να… μαζέψει αστοχίες κυβερνητικών στελεχών. «Δεν είμαι φαν τού να φιλτράρεις τα πάντα, αλήθειες πρέπει να λέγονται, αλλά προτού μιλήσουμε οφείλουμε να καταλαβαίνουμε πρωτίστως τι περνούν οι πολίτες. Να σκεφτόμαστε δηλαδή με βάση όσα ζει ο κόσμος καθημερινά».

 

«Σχολείο ζωής»

 

Για την καρέκλα του κυβερνητικού εκπροσώπου δέχεται χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τον χαρακτηρισμό… ηλεκτρική. «Υπάρχουν ασφαλώς δύο όψεις. Είναι τεράστια ευκαιρία και μεγάλη τιμή να είμαι ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Πρωθυπουργού, να μπαίνω στα σπίτια των ανθρώπων. Είναι σχολείο ζωής και δρα πολλαπλασιαστικά για μένα στα 35 μου. Από την άλλη μια ατυχής έκφραση, μια κακιά στιγμή απειλεί να κάνει το λιγότερο κακό σε μένα και έπειτα σε ό,τι εκπροσωπώ, σε μια ολόκληρη ομάδα». Υπάρχουν άλλωστε στο πόστο του και πράγματα που αλλιώς τα περίμενε. «Είναι περισσότερο ομαδικό παρά ατομικό σπορ η εκπροσώπηση. Προφανώς είμαι εκείνος που βγαίνει μπροστά, αλλά πρέπει να είσαι χρήσιμος συνολικά. Και επίσης σε εποχές παρατεταμένων κρίσεων ο κανόνας είναι πια το έκτακτο, να ενημερωθώ γρήγορα και πλήρως και να υπάρχει αντίδραση. Γιατί, ό,τι και να θέλει ένας εκπρόσωπος, κουμάντο κάνεις εσύ που ρωτάς. Και αν ο απέναντί σου δεν έχει απαντήσεις, εκείνος γίνεται ο γραφικός».

 

Εξού και η λήξη του κάθε μπρίφινγκ (της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών) σημαίνει την έναρξη προετοιμασίας για το επόμενο με επικοινωνία με τα υπουργεία και ανταλλαγή σημειωμάτων. Οπως αποκαλύπτει, ο Μητσοτάκης τού είχε πει «να είσαι ο εαυτός σου, μίλα απλά όχι απλοϊκά, να απαντάς κατανοητά και με θετικό λόγο». Αυτό το τελευταίο το ακολουθεί πιστά, υποστηρίζοντας ότι αντιλαμβάνεται πως οι πολίτες περιμένουν αναλυτικές εξηγήσεις για όσα έχουν σχέση με την καθημερινότητά τους. «Τι αλλάζουμε;

Τι εννοούμε με αυτό που σας λέμε; Αυτό προσπαθώ να κάνω, να παίρνω κάτι και να το ακουμπάω στις ζωές των ανθρώπων». Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την επενδυτική βαθμίδα. «Θυμάμαι, μου είπε κάποιος “ωραία, ρε μεγάλε, η βαθμίδα, αλλά τρώγεται; Δεν τρώγεται”! Τότε λοιπόν κατάλαβα πως πρέπει να εξηγούμε τη σημασία, την αντανάκλαση που έχει οτιδήποτε συμβαίνει βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα για την κοινωνία».

 

Για τον Πρωθυπουργό περιγράφει ότι δίνει χώρο στους συνεργάτες του και «ακούει τους πάντες», ανεξάρτητα από την εμπειρία ή την ηλικία τους, «αρκεί να υπάρχει τεκμηρίωση». Οσο για τη ΝΔ, μάλλον δεν είναι «εύκολο» κόμμα για να ανελιχθούν οι νεότερες γενιές. Οταν πρωτοέπιασε τα ηνία της ΝΔ, έφτανε στα αφτιά του η δυσπιστία παλαιότερων στελεχών ή μελών του κόμματος. Συχνά με σκληρό τρόπο. «Ηρθαν οι πιτσιρικάδες να μας σώσουν» είναι, όπως θυμάται, μία από τις πλέον ενδεικτικές φράσεις. «Προσωπικά έχω αλλεργία με τη λέξη “επετηρίδα”», λέει γενικώς, και ειδικώς για τη ΝΔ παραδέχεται ότι διαχρονικά αναζητούσε μάταια τους νέους. «Και δεν μιλάω για τους ψηφοφόρους! Αλλά να λέμε αλήθειες για την ποσόστωση… Οι νέοι ήταν κάποτε καλοί για να γεμίζουν αμφιθέατρα, να είναι εκλογικοί αντιπρόσωποι, να γίνονται χειροκροτητές. Πολλοί μπορεί να έλεγαν το περίφημο “θέλω τη νεολαία μαζί μου”, αλλά επί Μητσοτάκη έγινε πράξη». Μιλάει μάλιστα για την ευθύνη τού… παραδειγματισμού που κουβαλά ένας νέος σε ηλικία πολιτικός. «Σκέψου την απογοήτευση από κάποιον που είναι τελικά νέος μόνο στην ηλικία. Διαψεύδει προσδοκίες και κάνει κακό και στους υπόλοιπους που μπορεί να θέλουν να βγουν μπροστά και θα σκεφτούν “άσ’ το καλύτερα, τον είδα και εκείνον που αποδείχτηκε παλιότερος και από τους παλιούς”».

«Γκρεμίστηκαν μύθοι»

 

Στη συζήτηση περί Κέντρου, Δεξιάς και Αριστεράς προτιμά να απαντά με τις λέξεις «αποτέλεσμα» και «εμπιστοσύνη». Πιστεύει ότι η διεύρυνση της ΝΔ «επειδή έγινε με σωστούς όρους, με κανόνες και με μέτρο, μας έδωσε πολλά, μεγάλωσε την παράταξη» και θεωρεί ότι η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «με τα καταστροφικά της αποτελέσματα» άλλαξε το πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος συνολικά κάποια πράγματα «τα οποία θα έπρεπε να ήταν αυτονόητα». Κατά τον ίδιο, επί ΣΥΡΙΖΑ «γκρεμίστηκαν μύθοι, τελείωσαν οι ψευδαισθήσεις, κάποτε έπρεπε να θεωρείται δεξιά ή ακροδεξιά θέση η επιβολή του νόμου χωρίς προφανώς υπερβολές και ακρότητες και τώρα είναι αίτημα της συντριπτικής πλειονότητας». Ιδεολογικές διαφορές υπάρχουν, προσθέτει, «αλλά για παράδειγμα η εφαρμογή του νόμου ή η προστασία των συνόρων γιατί πρέπει να χαρακτηρίζεται δεξιά, κεντρώα ή αριστερή πολιτική;».

 

Προς το τέλος της κουβέντας αποκαλύπτει σκέψεις του για το… μετά. «Δεν είμαστε για πάντα, προφανώς. Πάντως θα ήθελα να πολιτευτώ», λέει, δείχνοντας εμμέσως περισσότερο ενδιαφέρον προς την Αττική παρά προς τον τόπο καταγωγής του, την Αχαΐα. Σε κάθε περίπτωση, χαρακτηρίζει τον «σταυρό των πολιτών» στις βουλευτικές εκλογές ως τη μεγαλύτερη νομιμοποίηση. «Αν μου έλεγε κάποιος πριν από πέντε χρόνια ότι θα ήμουν κυβερνητικός εκπρόσωπος, θα τον έλεγα παλαβό. Είναι μεγάλη πρόκληση και μόνο αυτή με νοιάζει τώρα». Θυμάται και κάτι που του είχε πει ένας δικηγόρος – εργοδότης του: «Μην ψάχνετε πώς θα βγείτε στα κανάλια, ο καλύτερος διαφημιστής είναι ο ευχαριστημένος πελάτης, να είστε εσείς χρήσιμοι. Το πιστεύω βαθιά αυτό. Η καλύτερη διαφήμιση για κάποιον είναι η δουλειά του, το αποτέλεσμα που φέρνει. Και άμα αυτό που κάνεις το κάνεις καλά, κατά κανόνα δεν έχεις να φοβάσαι».

Leave a Reply